ἀπτῆνα

ἀπτῆνα
ἀπτήν
unfledged
masc/fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ANNIBAL — I. ANNIBAL Carthaginensium Dux, Amilcaris fil. quem adhuc impuberem iureiurandô ante aras pater astrinxisle fertur, ut quam primum per aetatem liceret, arma contra Romanos sumeret. Sil. Ital. l. 1. v. 104. Olli permulcens genitor caput, oscula… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κόλουρος — η, ο (Α κόλουρος, ον, θηλ. και κόλουρις) 1. αυτός που έχει κομμένη ουρά («ὥσπερ ὑπό γήρως ἀπτῆνα καὶ κόλουρον», Πλούτ.) 2. χαρακτηρισμός απλών στερεών γεωμετρικών σωμάτων που προκύπτουν από άλλα αν με μια κατάλληλη τομή αφαιρεθεί ένα τμήμα τους… …   Dictionary of Greek

  • σπόρος — ο, ΝΜΑ 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού σπείρω, η σπορά, το σπάρσιμο (α. «άρχισε νωρίς νωρίς ο σπόρος» β. «καὶ γὰρ νεατὸς καὶ σπόρος καὶ φυτεία... ὑπαίθρια... ἔργα ἐστίν», Ξεν.) 2. καθετί που σπέρνεται στη γη για να βλαστήσει, το σπέρμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”